2 Μαρ 2010

Δεν είναι συμβατές με το Σύνταγμα οι διατάξεις για τις κάμερες

Αντισυνταγματικές και αντισυμβατικές με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κρίνει η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διατάξεις του Ν. 3783/2009 που αφορούν καταρχήν τη λειτουργία καμερών σε δημόσιους χώρους και την καταγραφή ήχου ή εικόνας και κατά δεύτερον την ανάλυση γενετικού υλικού στην ποινική διαδικασία και το αρχείο γενετικών αποτυπωμάτων.
Όπως σημειώνεται, ο νυν υπουργός Δικαιοσύνης, Χάρης Καστανίδης, είχε προεκλογικά δεσμευτεί ότι θα καταργήσει τις σχετικές διατάξεις, ενώ σε σειρά σχετικών αρνητικών γνωμοδοτήσεων είχε προχωρήσει το 2009 και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι οι ρυθμίσεις αυτές υιοθετήθηκαν από το τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής, παρά το γεγονός ότι κατά γενική ομολογία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας, αφού αφορούν νομοσχέδιο για την άσκηση και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.
Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία καμερών, στο νόμο προτάσσεται η χρήση τους από τις δημόσιες αρχές για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την προστασία προσώπων και πραγμάτων και τη διαχείριση της κυκλοφορίας.
Όπως σημειώνεται, όμως, στο πόρισμα της ΕΕΔΑ, «οι ρυθμίσεις αυτές συρρικνώνουν την ιδιωτικότητα και την ατομικότητα, διαμορφώνοντας ένα σύστημα συνεχούς επιτήρησης, που επεκτείνεται πέραν των συνόρων μέσω της αστυνομικής συνεργασίας με άλλα κράτη».
Συγχρόνως, το μέτρο έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό. Είναι χαρακτηριστικό, σημειώνεται, ότι στη Βρετανία, όπου λειτουργούν περισσότερες από τέσσερα εκατ. κάμερες δεν έχει σημειωθεί σημαντική μείωση της εγκληματικότητας και μόνο σε κλειστούς και κλασικά φυλασσόμενους χώρους φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά.
Αντίστοιχα, στη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα καταγράφεται ότι οι δυο ρυθμίσεις (σ.σ. κάμερες και DNA) εντάσσονται στην ολοένα διευρυνόμενη παγκοσμίως πολιτική πρόληψης ενός δυσδιάκριτου και επομένως τρομακτικού κινδύνου που αναγάγει την ασφάλεια σε υπερδικαίωμα και τους άνευ ορίων περιορισμούς των δικαιωμάτων σε μονόδρομο σωτηρίας.
Η δεύτερη ρύθμιση που κρίνεται αντισυνταγματική καθιστά υποχρεωτική τη λήψη γενετικού υλικού για την ανάλυση DNA, όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών.
Η προϊούσα ρύθμιση προέβλεπε τη δυνατότητα και όχι την υποχρεωτική ανάλυση γενετικού υλικού ατόμου, για το οποίο υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι είχε τελέσει κακούργημα με χρήση βίας ή κακούργημα που στρεφόταν κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή κακούργημα που αφορούσε εγκληματική οργάνωση ή τρομοκρατικές πράξεις.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση της ΕΕΔΑ, η λήψη γενετικού υλικού και η αποθήκευση πληροφοριών σε αρχείο προβλέπεται σε 20 κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Όμως αφορά ειδικές περιστάσεις και σοβαρά εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινή κάθειρξης. Αφορά καταδικασθέντες για σοβαρά εγκλήματα και για περιορισμένο χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης. Συγχρόνως, στα περισσότερα κράτη προβλέπεται δυνατότητα προσφυγής ενώπιον των αρχών προστασίας προσωπικών δεδομένων ή και ενώπιον δικαστηρίων.

Στη δική μας περίπτωση, απουσιάζουν σαφώς προσδιορισμένοι κανόνες για την ασφαλή εφαρμογή-χρήση του γενετικού υλικού.

Δεν οριοθετείται με σαφήνεια το πεδίο διακριτικής ευχέρειας των αρχών και δεν προβλέπονται οι κατάλληλες διαδικαστικές εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας.
Όπως αναφέρεται, τα στοιχεία του αρχείου γενετικού υλικού, που συνίσταται και λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας κρατούνται για «αξιοποίηση» χωρίς να παρέχονται αναγκαίες διευκρινίσεις για τη διαδικασία διασφάλισης της ακεραιότητας, διαδικασία πρόσβασης σε αυτά και καταστροφής τους.
Κατά συνέπεια, η γενικότητα και συνοπτικότητα της διάταξης δεν συνάδει με τις ειδικές αρχές προστασίας των προσωπικών δεδομένων ούτε στον τομέα της αστυνομικής δράσης, ούτε στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης.

Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς
Χαραλαμπάκης Εμμανουήλ