Εσφαλμένη η απάντηση της Αρχής για τις κάμερες στα διόδια
Όπως έχει δημοσιοποιηθεί, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επέτρεψε με απαντητικό της σημείωμα προς τα Υπουργεία Μεταφορών και Προστασίας του Πολίτη, την χρήση εικόνων από τα αυτοκίνητα που διέρχονται χωρίς να πληρώσουν διόδια, προκειμένου οι επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται τους δρόμους να μπορούν να στραφούν δικαστικώς εναντίον των οδηγών.
Πρόκειται για μια νομικά εσφαλμένη απόφαση της Αρχής, η οποία υποπίπτει σε σοβαρή και ανεξήγητη αντίφαση σε σχέση με την Γνωμοδότηση 1/2009 (βλ. εδώ), με την οποία η Αρχή έκρινε αντισυνταγματική την τότε τροπολογία για τις κάμερες, όταν η ΝΔ επέβαλε την νομοθετική εξαίρεση εφαρμογής της προστασίας προσωπικών δεδομένων από κάθε κάμερα του δημοσίου.
Σε εκείνη την Γνωμοδότηση, η Αρχή επέμενε - ορθά- ότι η λειτουργία των καμερών προϋποθέτει την θέσπιση ειδικής νομοθεσίας με την οποία θα προβλέπονται συγκεκριμένες διατάξεις για τη συλλογή, την αποθήκευση, τη χρήση και την διαβίβαση των δεδομένων. Διαφορετικά, μια γενική διάταξη που λέει απλώς ότι "επιτρέπεται η λειτουργία καμερών", χωρίς την πρόβλεψη σαφών όρων συλλογής εικόνων και δικαιωμάτων για τους πολίτες είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η Αρχή ξέχασε αυτές τις συνταγματικές αξιολογήσεις της στην απάντηση που έδωσε στα δύο Υπουργεία για τις κάμερες των διοδίων. Αναφέρει ότι οι συμβάσεις που έχουν οι επιχειρήσεις με το κράτος περιλαμβάνουν ως όρο την υποχρέωση του Δημοσίου για χορήγηση "άδειας χρήσης ηλεκτρονικών τεχνικών συσκευών για τη βεβαίωση της μη καταβολής από τους χρήστες του ισχύοντος διοδίου τέλους από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων". Αυτός ο συμβατικός όρος θεωρήθηκε επαρκής νομική βάση για την Αρχή, η οποία έσπευσε να θεωρήσει ότι με αυτόν τον τρόπο πληρούται η εξαίρεση του άρθρου 5 παρ. 2 στ. β' του Ν.2472 (εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας), χωρίς όμως η Αρχή αυτή τη φορά να εξετάσει τη συνταγματικότητα της συγκεκριμένης διάταξης, όπως είχε πράξει με την Γνωμοδότηση 1/2009. Διότι εάν είχε εξετάσει τη συνταγματικότητα θα διαπίστωνε και πάλι ότι ελλείπουν οι σαφείς νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν τους όρους συλλογής των προσωπικών δεδομένων από αυτές τις κάμερες.
Επίσης, ως μέτρο, η συλλογή φωτογραφιών δεν είναι το ηπιότερο: θα μπορούσε η καταγραφή να γίνεται χειρόγραφα από έναν υπάλληλο των διοδίων ή ακόμη ορθότερα από κάποιον προανακριτικό υπάλληλο. Διότι η κάμερα δίνει μόνο τον αριθμό του αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν ιδιοκτήτες αυτοκινήτων να διωχθούν ενώ δεν έχουν τελέσει οι ίδιοι την παράβαση. Οπότε τα δεδομένα που συλλέγονται από τις κάμερες δεν είναι ακριβή και μπορεί να οδηγήσουν αθώους στα δικαστήρια. Διάβασα μάλιστα ότι η σκέψη των εταιριών είναι η έκδοση διαταγών πληρωμής που θα οδηγήσει κατευθείαν τους πολίτες στην αγκαλιά του ΤΕΙΡΕΣΙΑ.
Συνεπώς, η "άδεια" που δίνει η Αρχή δεν βρίσκεται σε συμφωνία με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, γι' αυτό θα πρέπει να επανεξεταστεί η υπόθεση από το ανεξάρτητο όργανο, σε κανονικό σχηματισμό διοικητικού συμβουλίου κι όχι ως ένα "ενημερωτικό" σημείωμα από τον Πρόεδρό του.
Επιβεβαιώνεται έτσι, για άλλη μια φορά, ότι η Αρχή μετά την έκδοση μιας γνωμοδότησης περί αντισυνταγματικής νομοθεσίας, δεν επιμένει για την επιβολή των απόψεών της, αλλά μάλλον αποσιωπά το θέμα, όπως ήταν το συμπέρασμα και στην Αξιολόγηση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για το 2009 (βλ. εδώ).
Πρόκειται για μια νομικά εσφαλμένη απόφαση της Αρχής, η οποία υποπίπτει σε σοβαρή και ανεξήγητη αντίφαση σε σχέση με την Γνωμοδότηση 1/2009 (βλ. εδώ), με την οποία η Αρχή έκρινε αντισυνταγματική την τότε τροπολογία για τις κάμερες, όταν η ΝΔ επέβαλε την νομοθετική εξαίρεση εφαρμογής της προστασίας προσωπικών δεδομένων από κάθε κάμερα του δημοσίου.
Σε εκείνη την Γνωμοδότηση, η Αρχή επέμενε - ορθά- ότι η λειτουργία των καμερών προϋποθέτει την θέσπιση ειδικής νομοθεσίας με την οποία θα προβλέπονται συγκεκριμένες διατάξεις για τη συλλογή, την αποθήκευση, τη χρήση και την διαβίβαση των δεδομένων. Διαφορετικά, μια γενική διάταξη που λέει απλώς ότι "επιτρέπεται η λειτουργία καμερών", χωρίς την πρόβλεψη σαφών όρων συλλογής εικόνων και δικαιωμάτων για τους πολίτες είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η Αρχή ξέχασε αυτές τις συνταγματικές αξιολογήσεις της στην απάντηση που έδωσε στα δύο Υπουργεία για τις κάμερες των διοδίων. Αναφέρει ότι οι συμβάσεις που έχουν οι επιχειρήσεις με το κράτος περιλαμβάνουν ως όρο την υποχρέωση του Δημοσίου για χορήγηση "άδειας χρήσης ηλεκτρονικών τεχνικών συσκευών για τη βεβαίωση της μη καταβολής από τους χρήστες του ισχύοντος διοδίου τέλους από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων". Αυτός ο συμβατικός όρος θεωρήθηκε επαρκής νομική βάση για την Αρχή, η οποία έσπευσε να θεωρήσει ότι με αυτόν τον τρόπο πληρούται η εξαίρεση του άρθρου 5 παρ. 2 στ. β' του Ν.2472 (εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας), χωρίς όμως η Αρχή αυτή τη φορά να εξετάσει τη συνταγματικότητα της συγκεκριμένης διάταξης, όπως είχε πράξει με την Γνωμοδότηση 1/2009. Διότι εάν είχε εξετάσει τη συνταγματικότητα θα διαπίστωνε και πάλι ότι ελλείπουν οι σαφείς νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν τους όρους συλλογής των προσωπικών δεδομένων από αυτές τις κάμερες.
Επίσης, ως μέτρο, η συλλογή φωτογραφιών δεν είναι το ηπιότερο: θα μπορούσε η καταγραφή να γίνεται χειρόγραφα από έναν υπάλληλο των διοδίων ή ακόμη ορθότερα από κάποιον προανακριτικό υπάλληλο. Διότι η κάμερα δίνει μόνο τον αριθμό του αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν ιδιοκτήτες αυτοκινήτων να διωχθούν ενώ δεν έχουν τελέσει οι ίδιοι την παράβαση. Οπότε τα δεδομένα που συλλέγονται από τις κάμερες δεν είναι ακριβή και μπορεί να οδηγήσουν αθώους στα δικαστήρια. Διάβασα μάλιστα ότι η σκέψη των εταιριών είναι η έκδοση διαταγών πληρωμής που θα οδηγήσει κατευθείαν τους πολίτες στην αγκαλιά του ΤΕΙΡΕΣΙΑ.
Συνεπώς, η "άδεια" που δίνει η Αρχή δεν βρίσκεται σε συμφωνία με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, γι' αυτό θα πρέπει να επανεξεταστεί η υπόθεση από το ανεξάρτητο όργανο, σε κανονικό σχηματισμό διοικητικού συμβουλίου κι όχι ως ένα "ενημερωτικό" σημείωμα από τον Πρόεδρό του.
Επιβεβαιώνεται έτσι, για άλλη μια φορά, ότι η Αρχή μετά την έκδοση μιας γνωμοδότησης περί αντισυνταγματικής νομοθεσίας, δεν επιμένει για την επιβολή των απόψεών της, αλλά μάλλον αποσιωπά το θέμα, όπως ήταν το συμπέρασμα και στην Αξιολόγηση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για το 2009 (βλ. εδώ).