Πηγή: epirusgate.blogspot.com
Του Νίκου Κοτζιά
Κυβερνήσεις και μέσα πραγματοποιούν κατά καιρούς επικοινωνιακές καμπάνιες με κοινό στόχο. Τον τελευταίο χρόνο πραγματοποιήθηκε μια κοινή καμπάνια για το πόσο άθλιοι είναι οι Έλληνες και η Ελλάδα. Η καμπάνια αυτή, αποσκοπούσε να απαλλάξει τους τραπεζίτες και τη διαπλοκή των βαρειών ευθυνών τους για την κρίση που έπληξε τη χώρα. Ακολούθησε η μάχη ενάντια στο δημόσιο και στους διεφθαρμένους δημόσιους υπαλλήλους. Καμπάνια που απάλλαξε κάθε ευθύνης το σύμπλεγμα των διεφθαρμένων πολιτικών, των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών καθώς και εκείνων των επιχειρηματιών που συνηθίζουν (αυτό είναι ελληνική πατέντα) να λεηλατούν τις ίδιες τις επιχειρήσεις τους.Σήμερα μια νέα καμπάνια βρίσκεται καθοδόν: η εξύβριση των πολιτών που αντιστέκονται στις παρανομίες των εχόντων και κατέχοντων. Μάλιστα, αρθογράφος της εφημερίδας του μνημονίου τους χαρακτήρισε ως «λαθροπατριώτες», γυρίζοντάς μας σε εποχές εμφυλίου “ενάντια στα μιάσματα». Ακόμα και στη κυβέρνηση ξεχνούν, ότι η πρώτος πολιτικός που αρνήθηκε να πληρώνει άδικα τέλη ήταν η Μελίνα Μερκούρη. Αρνιόταν να πληρώσει μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ τα τέλη της κρατικής τηλεόρασης που και τότε ήταν φερέφωνο της κρατικής προπαγάνδας, εκείνη την εποχή της ΝΔ.Σήμερα, σκούζουν ενάντια στους αρνητές της πληρωμής του ενός ή δύο ευρώ, εκείνοι που έφεραν στην βουλή την «περαίωση» με την οποία επιβραβεύτηκαν οι «δεν πληρώνω – διότι χρωστάω πολλά». Φωνάζουν οι φοροφυγάδες και φοροκλέπτες λέγοντας ότι «οι άνομοι» των διοδίων θα οδηγήσουν σε άρνηση πληρωμής φόρων. Στην πραγματικότητα, βέβαια, «οι αρνητές των διοδίων» είναι φορείς απόρριψης όλων αυτών των πρακτικών. Πρώτα πρότεινε η κυβέρνηση στη Βουλή να διαγράψει 24 δισεκατομμύρια χρέη μεγαλοφειλετών προς το δημόσιο και μετά εμφανίστηκε το κίνημα ενάντια στην πολιτική των δύο μέτρων και σταθμών.
Β. Η ιστορία της δημοκρατίας της ανυπακοής
Σε κάθε χώρα και εποχή, διαμορφώνεται ένα σύμπλεγμα κανόνων, νόμων και Συντάγματος, στο οποίο οφείλει η κοινωνία σεβασμό. Το ίδιο οφείλει κάθε πολίτης και πριν από όλα το κράτος. Οφείλουν όλοι τους να συμμορφώνονται με το δίκαιο που υπάρχει και έχει γίνει στα θεμέλιά του αποδεκτό. Βέβαια, ακόμα και σε μια τέτοια «δίκαιη κατάσταση» προκύπτουν δύο ερωτήματα: α) ποιος και πώς δικαιούται να αλλάξει αυτό που θεωρείται ως δίκαιο και β) ποιος και πώς μπορεί να αντισταθεί αν κάποιος παραβιάζει τους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί. Για την ορθότερη απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα επικαλεστώ τέσσερα παραδείγματα από την ιστορία. Τα δύο πρώτα στο σημερινό άρθρο. Τα υπόλοιπα την επόμενη εβδομάδα.
Η θέσμιση της δημοκρατίας - Πρόσωπα και οι θεματικές
Η διαφορά της Αθηναϊκής δημοκρατίας από όλα τα προηγούμενα καθεστώτα ήταν ότι δεν θεωρούσε τους νόμους ως δοσμένους από κάποια Θεϊκή δύναμη ή από κάποιον εκπρόσωπο της, τουτέστιν του Μονάρχη. Οι Αθηναίοι δημοκράτες πίστευαν και γνώριζαν, ότι οι θεσμοί δημιουργούνται από τις ίδιες τις κοινωνίες, στη βάση των γνώσεων, των εμπειριών, και των συσχετισμό συμφερόντων σε αυτές. Ότι δεν θεσμίζονται οι θεσμοί (άρα και οι νόμοι) από εξωτερικές δυνάμεις, αλλά από τους ίδιους τους πολίτες. Πρόκειται για το μεγαλύτερο άλμα που έγινε στην ανθρώπινη σκέψη ως προς το κοινωνικό γίγνεσθαι: στην Αθήνα γεννήθηκε η δημοκρατία, η κριτική σε αυτήν, ως φιλοσοφία, και η εκλαΐκευση της μέσα από την Τραγωδία και την ποίηση.Η αθηναϊκή δημοκρατία χτίστηκε έχοντας ως θεμέλιό της, ότι οι πολίτες είναι εκείνοι που θεσμίζουν την Πολιτεία τους και όχι οι θεοί, οι μονάρχες και οι ειδικοί. Η ιστορική αυτή παραδοχή, έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί η αρχή της «αυτοθέσμισης»: αφού η κοινωνία θεσμίζει τους νόμους, τότε δικαιούται και να τους αλλάζει. Οφείλω να υπογραμμίζω όσο περισσότερο μπορώ αυτή την αλήθεια, διότι στη σημερινή Ελλάδα κυριαρχεί το παράδοξο: αφενός να θεωρείται από τις κυρίαρχες ιδέες ορθό δικαίωμα στους δανειστές «μας» να επιβάλλουν όσες αλλαγές εκείνοι επιθυμούν στο όνομα του δανειστή, αλλά αυτό το δικαίωμα να αφαιρείται από τους ίδιους τους πολίτες και να μην αναγνωρίζονται τα δικά τους αυτοτελή δικαιώματα.Στις σημερινές συνθήκες, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δείχνει να περιορίζεται κύρια στην εκλογή προσώπων, στο όνομα προγραμμάτων που κανείς δεν εφαρμόζει. Το κύριο βάρος των εκλογικών διαδικασιών αναφέρεται στην εκλογή πρωθυπουργού. Των δυνατοτήτων και ικανοτήτων των υποψηφίων για τη μία ή άλλη κρίσιμη δημόσια θέση καθώς και της ομάδας που θα συναποτελέσει την ηγεσία της διακυβέρνησης της χώρας. Η διαδικασία αυτή είναι αναντικατάστατη και συστατικό κάθε δημοκρατίας. Από την άλλη, η άμεση δημοκρατία δεν αποτελεί μηχανισμό επιλογής προσώπων και εκλογής τους, αλλά μηχανισμός σύγκρισης και επιλογής πολιτικών ανεξάρτητα των φορέων τους. Από αυτή την άποψη η άμεση δημοκρατία είναι εξίσου απαραίτητη όπως και η αντιπροσωπευτική, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης, όπως είναι η σημερινή. Σε μια υπόθεση όπως είναι εκείνη της Κερατέας, δεν μπορεί να αρχίζει και να τελειώνει η δημοκρατία στα δικαιώματα της διαπλοκής που έχει παγιδεύσει τους αντιπροσώπους του εκλογικού σώματος. Θα πρέπει να υπάρχει και ο δημοκρατικός διάλογος. Η δημοκρατική διαδικασία της πειθώ. Η διαπραγμάτευση και η αύξηση των ωφελημάτων για όσους έχουν διαφορετικά συμφέροντα.
Όταν το σύστημα και οι πρωθυπουργοί καλούν σε παραβίαση του Συντάγματος είναι νόμιμοι;
Στη δημόσια ζωή εμφανίζονται οι κυρίαρχοι ως να διαθέτουν περισσότερα δικαιώματα έναντι ημών των υπολοίπων. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της χώρας αιτιολόγησε την παραβίαση του Συντάγματος στην Ελλάδα, αλλά και κοινοβουλευτικών κανόνων, με το επιχείρημα ότι τα προβλεπόμενα στο Ελληνικό Σύνταγμα δεν δεσμεύουν την πολιτική του ίδιου και της Τρόικας, διότι σε άλλες χώρες, «σε άλλα Συντάγματα υπάρχουν διαφορετικές προβλέψεις». Σε συνέντευξή στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία το καλοκαίρι του 2010, ο Πρωθυπουργός στο ερώτημα ως προς την αντισυνταγματικότητα των μέτρων που λαμβάνει η κυβέρνησή του, απάντησε με τη φράση: «Δεν είναι προφανές για ποιο λόγο το δικό μας Σύνταγμα θα μπορούσε να εμποδίζει κάτι πολύ λογικό, το οποίο ισχύει σε πολλές άλλες χώρες»! Δηλαδή, η λογική της πολιτικής του, είπε ο αρμόδιος για την τήρηση του Συντάγματος, προηγείται των συνταγματικών δεσμεύσεων. Υποστήριξε ουσιαστικά, ότι οι δεσμεύσεις του Συντάγματος ισχύουν στον βαθμό που αυτές ανταποκρίνονται στην «αίσθηση αποστολής» του ίδιου και της κυβέρνησης του, καθώς και στις επιλογές της τρόικας. Στη βάση αυτών των επιλογών της κυβέρνησης, προχώρησε στη λήψη αντισυνταγματικών μέτρων, όπως είναι η κατάργηση συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.Ακόμα πιο προκλητικά, ο πρώην Πρωθυπουργός Κ.Μητσοτάκης, κάλεσε τον ελληνικό πολιτικό κόσμο να καταργήσει τις προβλέψεις του Συντάγματος για το πότε και πώς αυτό αναθεωρείται. Πρότεινε δε να ακολουθηθεί μια διαδικασία «καθ’ υπέρβασην του Συντάγματος, ή αν θέλετε κατά παρέκκλιση του Συντάγματος», διότι πάνω από το Σύνταγμα υπάρχει «η σωτηρία του τόπου» ο οποίος «είναι ο υπέρτατος νόμος, μην το ξεχνάτε» (Καθημερινή 30.1.2010). Η εφημερίδα που πρόβαλε την συνέντευξή του παλαίμαχου πολιτικού, δεν έκανε κανένα σχόλιο. Μάλιστα, στο πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο εκείνης της ημέρας, καλούσε την πολιτική ηγεσία να εφαρμόσει «τον νόμο και την τάξη» που «δεν αποτελεί μια ‘χουντική εμμονή’».Η προσπάθεια, λοιπόν, να εμφανιστεί η διεκδίκηση των δικαιωμάτων από πλευράς των πολιτών ως ανομία, αποτελεί το άκρο άωτο της σημερινής υποκρισίας. Από τη μια η υπεράσπιση από πολίτες των δικαιωμάτων τίθονται υπό διωγμό και προωθείται η διαμόρφωση ενός πιο αυστηρού και αυταρχικού νομικού καθεστώτος, στο όνομα της υπεράσπισης του «νόμου και τάξης» που δεν αποτελεί «μονοπώλιο της χούντας», ενώ από την άλλη, ταυτόχρονα, οι ίδιες δυνάμεις με το μνημόνιο παραβίασαν το Σύνταγμα. Καλούν δε, ακόμα και σε «κατάργηση», «παράκαμψη», «παρέκκλιση», «υπέρβαση», σε κάθε είδους παρανομίες σε βάρος του Συντάγματος. Δηλαδή του θεμέλιου νόμου επί του οποίου στηρίζεται η νομιμότητα κάθε νόμου και κάθε δικής τους νομοθετικής πράξης! Ω! υποκριτές!Από τα ως άνω, προκύπτει ένα απλό ερώτημα: δικαιούνται, οφείλουν, υποχρεούνται οι Έλληνες πολίτες να υπερασπιστούν το Σύνταγμά τους ενάντια σε αυτούς που θέλουν να το παραβιάσουν στο όνομα ιδιαίτερων «αναγκαιοτήτων»; Που θέλουν να το αλλάξουν όχι στη βάση των νόμιμων προβλέψεων αλλά με την παράκαμψη, δηλαδή, την παραβίασή τους; Η απάντηση δίνεται στο ίδιο το Σύνταγμα: όχι απλά δικαιούνται, αλλά επιβάλλεται. Πριν λοιπόν τα μπιστόλια των ΜΜΕ κάνουν λόγο για τις παρανομίες των απλών πολιτών, ας μας μιλήσουν για τις παραβιάσεις του Συντάγματος (μνημόνιο) και τις αντισυνταγματικές προθέσεις πολιτικών που έχουν συνδεθεί μαζί τους.